ἐξηγητικοί

ἐξηγητικοί
ἐξηγητικός
of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ФЕМИСТИЙ — (Θεμίστιος) П а ф л а г о н с к и й (р. ок. 317 – ум. 388) – визант. философ. Учился в Константинополе. В эпоху ожесточенной религиозной (между христианами и язычниками) и политич. борьбы, в условиях усиливавшегося деспотизма и сервилизма Ф.… …   Философская энциклопедия

  • υφηγητικός — ή, ό / ὑφηγητικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφηγητή ή στην υφηγεσία αρχ. 1. ο κατάλληλος να καθοδηγεί, να κατευθύνει 2. φρ. «οἱ ὑφηγητικοι διάλογοι» (ενν. τού Πλάτωνος) οι ερμηνευτικοί, εξηγητικοί διάλογοι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”